Η Ψυχή Θέλει Κουβέντα
Καθόσουν στο κρεβάτι μου. Έτριβες το χέρι σου νευρικά και είχες το βλέμμα της απελπισίας. Εσύ, που παλιά σε φοβόντουσαν κι οι πέτρες. Εσύ, που κουβαλούσες σιδερογροθιά στην τσάντα για να μην σου κουνιέται κανείς. Δεν είχα καταλάβει όμως ότι εσύ φοβόσουν τελικά πιο πολύ από όλους. Δυσκολεύομαι πολύ να γράψω γι αυτό που με πονάει γιατί δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Που σε έχασα? Που πια δεν μπορώ να απευθυνθώ σε εσένα. Που δεν είσαι πια στο στήριγμά μου? Που αν σε χάσω πραγματικά ίσως δεν καταλάβω την διαφορά?
Όταν μιλώ για σένα, χρησιμοποιώ παρελθοντικούς χρόνους ενώ ζεις. Τραγικό ε? Η μαμά μου έλεγε, η μαμά μου έκανε, η μαμά μου... Ίσως γιατί πια η μαμά μου δεν κάνει τίποτα. Φυτεμένη σε ένα καναπέ, περιμένει υπομονετικά και οικειοθελώς το τέλος της. Έχει πλέον συναινέσει. Ξέρει. Του έχεις κλείσει πονηρά το μάτι για να έρθει να σε πάρει. Σε ξέρω καλύτερα από τον καθένα. Γι αυτό πονάω τόσο να σε βλέπω έτσι.
Χα! Τι περίεργο! Τώρα που γράφω μου έρχεται η μυρωδιά σου στην μύτη. Ίσως και να μυρίζω εγώ σαν εσένα δεν ξέρω. Μυρίζεις μανούλα σου έλεγα. Θυμάσαι? Τώρα μυρίζεις παραίτηση.
Κάποτε η Άννα Μαρία μου είχε πει πώς τρόπον τινά ο άνθρωπος συναινεί στον θάνατό του. Τότε νόμιζα πώς απλά λέει μαλακίες. Τώρα το βλέπω με τα μάτια μου. Έρχομαι στο σπίτι και το περιμένω. Πάλι κλαίω. Δεν πειράζει θα μου περάσει. Θέλω να γράψω. Πρέπει να γράψω. Όχι ότι θα ξορκίσω το κακό όπως τις άλλες φορές. Αυτό το κακό δεν ξορκίζεται. Απλά το έχω ανάγκη.
Έχω συνεχώς την εικόνα σου στο μυαλό μου. Με πονάει αυτή η εικόνα μαμά. Και να φανταστείς ότι είσαι μόλις 65. Αδύνατη, αδύναμη, νευρική. Χωρίς όρεξη για ζωή, για φαγητό, για τίποτα.
Όλα ξεκίνησαν από τότε. Πάλι αδύναμη απλά δεν το έδειχνες. Αδύναμη να αντιμετωπίσεις τα προβλήματα. Τα χάπια ήταν η μόνη λύση για να κοιμάσαι. Τα χάπια ήταν η μόνη λύση για να ξεχνάς. Κάπου το πράγμα ξέφυγε όμως ε μαμά? Τα προβλήματα δεν έφευγαν ποτέ και τα χάπια αυξάνονταν. Κι όλο έχτιζες ένα τοίχο, από όλο και πιο πολλές οδοντογλυφίδες, για να κρατήσεις τον δράκο μακριά. Γίνεται μαμά?
Δεν γίνεται. Εκεί σε έχασα τελικά. Στο πρώτο χάπι. Στο πρώτο "Έλα μωρέ ένα μόνο, δεν πειράζει. Για να κοιμηθώ επιτέλους". Και με τα χρόνια κοιμόσουν όλο και περισσότερο. Και τώρα κοιμάσαι συνέχεια. Από το κρεβάτι σου στον καναπέ τριγυρνάς σαν ζόμπι. Σαν φάντασμα ξεχασμένο.
Η ψυχή θέλει κουβέντα μαμά. Όχι χάπια. Γι αυτό σε έχασα. Γιατί φοβήθηκες να μιλήσεις. Γιατί δεν το θεώρησες αρκετά σημαντικό. Πάντα της εύκολης λύση, πάντα ξεροκέφαλη, δεν άκουγες κανέναν.
Σαν χείμαρρος βγήκε από μέσα μου αυτό το κείμενο. Χωρίς να σκεφτώ, χωρίς να διορθώσω. Να καταθέσω μόνο ένα παράπονο. Ίσως να προειδοποιήσω και κάποιους που νομίζουν πως με τις ουσίες λύνονται τα προβλήματα.
Δεν θέλω άλλο να γράψω μαμά. Κουράστηκα. Ξέρεις τι θα ήθελα μόνο? Ένα καφέ οι δυο μας, μια συμβουλή, ένα δυνατό γέλιο και ένα χάδι. Και ίσως να μην ήμουν κουρασμένη πια.
Καληνύχτα μαμά.